- κρυφοδαγκάνω
- κρυφοδάγκασα, κρυφοδαγκάθηκα, κρυφοδαγκαμένος1. για τα σκυλιά, δαγκάνω κρυφά.2. βλάφτω κάποιον ύπουλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρυφοδαγκάνω — και κρυφοδαγκώνω 1. (για σκύλο) δαγκώνω κρυφά και ξαφνικά, χωρίς προειδοποιητικά γαβγίσματα 2. (μτφ., για πρόσ.) βλάπτω κάποιον ύπουλα ή τόν θίγω με προσβλητικούς υπαινιγμούς … Dictionary of Greek
κρυφ(ο)- — (AM κρυφ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται κρυφά, συγκεκαλυμμένα, με τρόπο ώστε να μην γίνει αντιληπτό (πρβλ. κρυφο γελώ, κρυφο λαλιά). Προέρχεται από το επίθετο… … Dictionary of Greek
κρυφοδάγκαμα — και κρυφοδάγκωμα, το [κρυφοδαγκάνω] 1. κρυφό και ύπουλο δάγκωμα 2. (μτφ) ύπουλη ενέργεια που αποβλέπει στη ζημιά κάποιου … Dictionary of Greek
κρυφοδαγκανιάρης — α, ικο [κρυφοδαγκάνω] 1. (για σκύλο) αυτός που δαγκώνει ξαφνικά 2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που βλάπτει κάποιον ύπουλα … Dictionary of Greek
κρυφοδακώ — κρυφοδακῶ, άω (Μ) 1. κρυφοδαγκάνω, δαγκάνω κρυφά, ύπουλα 2. μτφ. βλάπτω ύπουλα ή θίγω με προσβλητικούς υπαινιγμούς κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφ(ο) * + δακώ] … Dictionary of Greek